Η αποτυχία της παρούσας διαδικασίας στο Κυπριακό δεν έγκειται μόνο στο ότι αποχώρησε ο κατοχικός ηγέτης Μουσταφά Ακιντζί. Πρωτίστως κατέρρευσε μια στρατηγική που ακολουθείτο από το 1974 στο Κυπριακό. Αυτό επιβεβαιώνεται εκ του αποτελέσματος: Η λογική της «παραχολογίας» ώστε να αποδεχθεί η άλλη πλευρά να συζητήσει, να συνεργασθεί για συμφωνία, ουδέν απέδωσε πέραν της οικτρής φάσης στην οποία βρίσκεται και πάλι το Κυπριακό. Στοιβάζουν δικές μας υποχωρήσεις οι Τούρκοι και, στη συνέχεια, απομακρύνονται από την ιδέα της συμφωνίας. Η «ευφάνταστη» πολιτική της τιθάσευσης του θηρίου με δώρα έχει δοκιμασθεί και απέτυχε. Αν δεν το γνώριζαν, όφειλαν να το γνωρίζουν οι διαχρονικά εμπνευστές και οπαδοί της.
 
Ακόμη και αν σε κάποια φάση, ίσως τον Απρίλιο-Μάιο, επαναρχίσουν οι συνομιλίες, δεν θα έχει και τόση σημασία καθώς αυτό θα συνιστά επάνοδο στην πεπατημένη, η οποία είτε θα οδηγήσει σε μια λύση-συνθηκολόγηση, δηλαδή λύση τουρκική, είτε σε μια κατάσταση όπως τη σημερινή, όπου η τουρκική πλευρά θα τσεπώσει ξανά τις νέες υποχωρήσεις μας (εκ περιτροπής, 4 ελευθερίες για τους Τούρκους) και θα εγκαταλείψει τις συνομιλίες μέχρι νεωτέρας. Κοντολογίς, η Άγκυρα και οι εγκάθετοί της στα κατεχόμενα αξιοποιούν πλήρως και κακόπιστα τις διαπραγματεύσεις για να εδραιώνουν την «κρατική» χωριστή οντότητα του ψευδοκράτους. Το σχέδιο Β εφαρμόζεται από τουρκικής πλευράς, τη στιγμή που σε εμάς το σχέδιο Α, αν υπήρχε, είναι «ληγμένο» και άχρηστο.
 
Για να ανατραπούν τα κατοχικά δεδομένα και να επιτευχθεί λύση (όχι η όποια λύση), χρειάζεται μία άλλη οδός και νέα πνοή (Αυτό το ακούμε συχνά-πυκνά και στη δημόσια σφαίρα). Αυτή η άλλη οδός προϋποθέτει τη διαμόρφωση κάποιων δεδομένων. Πρώτο, τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής, όχι σκόρπιων απόψεων και ιδεών ατάκτως ερριμμένων που παραπέμπουν στο τίποτα. Η διαμόρφωση αυτής της στρατηγικής πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους (αξιοποίηση στρατηγικών πλεονεκτημάτων, συμμαχίες, συνεργασία με Τουρκοκύπριους, πρόβλεψη και αντιμετώπιση τουρκικής αντίδρασης) αλλά και την ετοιμασία ολοκληρωμένου πλαισίου στρατηγικής για προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας και για λύση, με βάση τις διδακτικές εμπειρίες του παρελθόντος, που θα λαμβάνει υπόψη τα σημερινά δεδομένα που συνιστούν η ιδιότητα του κράτους-μέλους της Ε.Ε., η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, οι περιφερειακές συνεργασίες κ.λπ., και όχι εκείνου που επιβλήθηκε τη δεκαετία του '70 υπό το βάρος της στρατιωτικής ήττας. Δεύτερο, εξίσου βασικό, είναι το θέμα που αφορά το πολιτικό προσωπικό. Ποιος θα διαμορφώσει και, πρωτίστως, θα εφαρμόσει μια νέα στρατηγική; Ούτε οι οπαδοί της πεπατημένης μπορούν, καθώς δεν πιστεύουν σε μια νέα στρατηγική, ούτε και όσοι ρητορικά την επικαλούνται και την επιζητούν. Αυτό τουλάχιστον, όσον αφορά τους δεύτερους, δείχνει η πολιτική συμπεριφορά, όταν και όποτε κυβέρνησαν, διαχειρίστηκαν το Κυπριακό, αλλά δυστυχώς και τώρα.
 
Το ζητούμενο συνεπώς δεν είναι μόνο η νέα στρατηγική αλλά και ποιος, ίσως, κυρίως, θα την εφαρμόσει. Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό αλλά πραγματικό. Γιατί ακολουθώντας τον δρόμο τον γνωστό, η κατακρήμνιση είναι βεβαία.