Μπαλή Κάκη

«Οι εποχές που ένα βαρέλι πετρέλαιο κόστιζε 100 δολάρια πέρασαν», δήλωνε, την εβδομάδα που πέρασε, ο υπουργός Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας και ισχυρός άνδρας του ΟΠΕΚ Αλί αλ Ναΐμι. Ωστόσο, η πιθανότητα να επαληθευτεί η προφητεία του, που χαροποιεί τους καταναλωτές του μαύρου χρυσού και προκαλεί μεγάλη αγωνία στις περισσότερες χώρες που στηρίζουν την οικονομία τους στις εξαγωγές πετρελαίου, είναι πολύ μικρή. Η κατρακύλα των τιμών του πετρελαίου που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες, με την τιμή να πέφτει από τα 114 δολάρια σχεδόν στα 60, δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ.
Οι ειδικοί του κλάδου υπολογίζουν ότι το αργότερο στα μέσα του 2015 θα πάρει και πάλι την ανιούσα, τόσο επειδή θα αυξηθεί και πάλι η ζήτηση -κυρίως από τις αναπτυσσόμενες χώρες- όσο και επειδή θα μειωθεί η προσφορά, αφού η χαμηλή τιμή δεν ευνοεί νέες επενδύσεις εξόρυξης ακριβών κοιτασμάτων.
Αυτός, άλλωστε, είναι ο βασικός λόγος που επικαλούνται ευθαρσώς οι Σαουδάραβες για να μη μειώσουν εδώ και τώρα την παραγωγή τους, ώστε να ανέβουν άμεσα οι τιμές του πετρελαίου. Στις χώρες της αραβικής χερσονήσου και του περσικού κόλπου το κόστος άντλησης του μαύρου χρυσού είναι μηδαμινό, σχεδόν βγαίνει μόνο του, οπότε τα περιθώρια κέρδους τους είναι μεγάλα, ακόμη κι όταν η τιμή πέφτει. Την ίδια ώρα, είναι πολύ ακριβότερο το πετρέλαιο που βγαίνει από τις πλατφόρμες της Βόρειας Θάλασσας, της Αρκτικής και των ακτών της Βραζιλίας, από τις πετρελαιοπηγές της Δυτικής Αφρικής και της Σιβηρίας, κι ακόμη ακριβότερο αυτό που βγαίνει με την -περιβαλλοντικά άκρως αμφιλεγόμενη- μέθοδο fracking από τα σχιστολιθικά πετρώματα των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά. Οι Σαουδάραβες, με αυτόν τον «πόλεμο» των τιμών, προσπαθούν να διατηρήσουν το φθίνον μερίδιό τους στην παγκόσμια αγορά, κάνοντας δύσκολη τη ζωή των ανταγωνιστών τους. Όχι μόνο αυτών που έχουν στο μάτι οι σύμμαχοί τους Αμερικανοί -Ρωσία, Βενεζουέλα, Ιράν-, αλλά πρωτίστως των ίδιων των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Goldman Sachs, εάν παραμείνει για λίγο ακόμη η τιμή του πετρελαίου κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι, απειλούνται επενδυτικά σχέδια εξόρυξης ύψους άνω των 900 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κυρίως στο fracking.

Κερδισμένοι...

Όσο η τιμή παραμένει χαμηλή, κερδισμένες είναι οι χώρες που εισάγουν πετρέλαιο - αλλά και φυσικό αέριο, η τιμή του οποίου είναι συνδεμένη με αυτήν του μαύρου χρυσού. Όσο περισσότερο πετρέλαιο εισάγουν, τόσο περισσότερα χρήματα εξοικονομούν. Με την τιμή στα 110 δολάρια το βαρέλι, η αξία της παγκόσμιας παραγωγής ήταν 3,6 τρισεκατομμύρια δολάρια, σήμερα είναι σχεδόν δύο τρισεκατομμύρια. Για τις βιομηχανικές χώρες και τις ενεργοβόρους βιομηχανίες, η μείωση του κόστους ενέργειας είναι τεράστιο δώρο, όπως και για τους κοινούς θνητούς, που θα μπορέσουν αυτό τον χειμώνα να ζεσταθούν φθηνότερα και να γεμίζουν το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου τους συχνότερα. Αλλά και στην παγκόσμια ανάπτυξη κάνει καλό το φθηνό πετρέλαιο, αν πιστέψει κανείς τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σύμφωνα με τις οποίες για κάθε 10% μείωση της τιμής του αυξάνεται 0,2% το παγκόσμιο ΑΕΠ. Αυτός ο λογαριασμός έχει να κάνει με το ποιοι παίρνουν τα λεφτά - που τώρα παίρνουν πολύ λιγότερα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, τα δισεκατομμύρια των κοινών θνητών ξοδεύουν πολύ περισσότερο, αγοράζοντας αγαθά ευρείας κατανάλωσης, απ' ό,τι οι πάμπλουτοι Άραβες σεΐχηδες, οι διεφθαρμένοι κυβερνήτες της Νιγηρίας ή οι οπλαρχηγοί της Λιβύης και του Ισλαμικού Κράτους.

...και χαμένοι

Ωστόσο, εάν η τιμή παραμείνει για μεγάλο διάστημα χαμηλή, απειλείται η επιβίωση εκείνων των χωρών που στηρίζουν τον προϋπολογισμό τους στα έσοδα από το πετρέλαιο. Οι ΗΠΑ δεν ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία, αν και επωφελήθηκαν πολύ από το δικό τους πετρέλαιο, που τους απεξάρτησε ως ένα βαθμό από τις εισαγωγές. Αλλά σ' αυτή την κατηγορία ανήκει η Βενεζουέλα, για παράδειγμα, που στηρίζει το 50% των συνολικών εσόδων της στο πετρέλαιο. Και, το κυριότερο, σ' αυτή την κατηγορία ανήκει κι η Ρωσία, η οποία επιπλέον πλήττεται αυτή την περίοδο και από τις κυρώσεις της Δύσης σε βάρος της, εξαιτίας της ουκρανικής κρίσης. Πέραν όλων των άλλων, οι κυρώσεις αυτές -και η πιθανότητα να ενταθούν- έχουν ως αποτέλεσμα τεράστια φυγή κεφαλαίων από τη Ρωσία, όχι μόνο των ξένων επενδυτών, αλλά και της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας.
Το φθηνό πετρέλαιο και οι κυρώσεις οδήγησαν στην κατρακύλα του ρωσικού νομίσματος, την οποία με πολύ κόπο -και πολλές πωλήσεις συναλλαγματικών αποθεμάτων- κατάφερε την τελευταία εβδομάδα να συγκρατήσει η κυβέρνηση της Μόσχας. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός της χώρας Ντιμίτρι Μεντβέντεφ, προειδοποιεί για τον κίνδυνο να βυθιστεί η Ρωσία σε βαθιά ύφεση, ενώ και ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν φρόντισε να προετοιμάσει τους πολίτες του για «δύο χρόνια κρίσης, από την οποία όμως η Ρωσία θα βγει ισχυρότερη».

Οι φόβοι της Ευρώπης

Μόνο που ο έξω κόσμος δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία του Πούτιν. Κι ενώ οι Αμερικανοί είναι ευτυχείς που οι κυρώσεις είχαν το «ποθητό» αποτέλεσμα, οι Ευρωπαίοι φοβούνται όλο και περισσότερο τι μπορεί να σημάνει τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά μια ρωσική κρίση, ανάλογη με την καταστροφική της δεκαετίας του 1990, στη γηραιά ήπειρο. Κάθε μέρα που περνάει, βρίσκεται ένας ακόμη Ευρωπαίος πολιτικός που να ζητεί την επανεξέταση των κυρώσεων και τον διάλογο με τη Μόσχα, ακόμη και με το... τίμημα της ανοχής του πιο δύσκολου τετελεσμένου, της προσάρτησης της Κριμαίας από τη Ρωσία. Αρχικά, το μόνο που φοβούνταν οι Ευρωπαίοι -και κυρίως οι Γερμανοί, που έχουν τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τη Ρωσία- ήταν οι επιπτώσεις των κυρώσεων στις δικές τους οικονομίες. Μετά το κραχ του ρουβλιού προ δεκαημέρου, όμως, άρχισαν να φοβούνται πολύ περισσότερα: Τις οικονομικές επιπτώσεις μιας ρωσικής οικονομικής κατάρρευσης, αλλά και τις επιπτώσεις από μια πολιτική αστάθεια στη Ρωσία, εάν προκύψει λόγω κρίσης. Στερνή τους γνώση...






Πηγή: Η Αυγή
Δημοσιεύτηκε στις 28/12/2014