Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
 Η μεταπολεμική ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν μετέτρεψε τις κοινωνίες σε παραδείσους αρμονίας και δικαιοσύνης. Αλλά θα πρέπει να ομολογηθεί ότι από ορισμένες πλευρές τα επιτεύγματά της υπήρξαν θεαματικά. Θωρακίζοντας τους πολίτες ενάντια στην ένδεια και την ανασφάλεια και υποθάλποντας προσδοκίες για βαθμιαία άνοδο του επιπέδου διαβίωσης όλων, οι ανεπτυγμένες δυτικές δημοκρατικές κοινωνίες μπόρεσαν να πείσουν πως βρίσκονταν σε τροχιά αέναης προόδου. Η ουτοπία της ευζωίας ταυτιζόταν πλέον με τη γενική οικονομική ευμάρεια. Και έτσι ακριβώς θεμελιώθηκε η ιστορικά πρωτόγνωρη μεταπολεμική «σοσιαλδημοκρατική συναίνεση».

Η ιδεολογική αυτή μεταλλαγή είχε όμως και παρενέργειες. Με την κατίσχυση του καταναλωτικού ευδαιμονισμού μπήκαν σε παρένθεση οι προβληματισμοί γύρω από το βαθύτερο νόημα της ζωής, της ικανοποίησης, της ισορροπίας και της απόλαυσης. Από τη στιγμή που όλα αρχίζουν και τελειώνουν με την αναζήτηση ατομικής πρόσβασης σε όλο και περισσότερα υλικά αγαθά, τα προαιώνια αυτά αξιακά και υπαρξιακά ερωτήματα ατονούν. Η οικονομιστική ανάγνωση του κόσμου συνεπάγεται τη μετουσίωση της ανοριοθέτητης «βιοτικής ποιότητας» σε μετρήσιμη βιοτική και βιωματική «ποσότητα». Ολες οι αμφιβολίες φαίνεται λοιπόν να διαλύονται. Μπροστά στον παραμορφωτικό του καθρέφτη, ο homo sapiens μεταμορφώνεται σε ακόρεστο homo consumans.


Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Αντίστοιχα μεταλλάσσεται και η πρόσληψη των όρων υπό τους οποίους οι άνθρωποι μετέχουν στην κοινωνική παραγωγή. Πράγματι, στον «ελεύθερο κόσμο» ο καταναλωτικός παράδεισος δεν «προσφέρεται», «αγοράζεται». Μόνον όσοι διαθέτουν νόμιμο ατομικό «εισόδημα» μπορούν να παρακαθίσουν στο καταναλωτικό γλέντι. Ετσι, όσοι κοινωνοί δεν έχουν ατομική περιουσία υποχρεώνονται να αναζητήσουν το αναγκαίο εισόδημα στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Και υπό τους όρους αυτούς, η κοινωνική εργασία προσλαμβάνεται ως κατ” ανάγκην εξαρτημένη και ως κατά τεκμήριον αλλοτριωτική «απασχόληση». Ο άνθρωπος δεν καλείται πλέον να συμμετέχει ενεργά στην οικοδόμηση του κοινού οίκου μέσα από την άσκηση και απόλαυση των έμφυτων δημιουργικών του ικανοτήτων. Το προαιώνιο πολιτιστικό και αξιακό αίτημα της χειραφετητικής μεταλλαγής του ετερόνομου animal laborans (το κοπιάζον ή απασχολούμενο ζώο) σε ετερόνομο και εξαρτημένο homo faber (τον «τέκτονα» άνθρωπο) φαίνεται να έχει εντελώς αποδυναμωθεί. Μαζί με την αρχαιοελληνική διάκριση ανάμεσα στον «πονείν» και στο «εργάζεσθαι», εξαλείφεται και ο προβληματισμός γύρω από το νόημα και τις προοπτικές της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Στο επίπεδο της εξέλιξης των κοινωνικών αξιών, το ιστορικό τίμημα του καταναλωτικού ευδαιμονισμού υπήρξε λοιπόν βαρύτατο. Ειρωνικά, η κατίσχυση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης υπήρξε ταυτόσημη με την ενσυνείδητη απίσχνανση του προβληματισμού που είχε εγκαινιασθεί με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό. Η πορεία προς την πρόοδο νοείται πια ως μονοδιάστατη, αφού συναρτάται αποκλειστικά από τη συνεχή αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας. Από τη στιγμή λοιπόν που γίνεται επιπλέον γενικά δεκτό πως η παραγωγική ανάπτυξη, άρα και οι καταναλωτικές δυνατότητες των ανθρώπων υπηρετούνται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα από το αγοραίο καπιταλιστικό σύστημα, το πρώτο μέλημα όλων των κοινωνιών δεν μπορεί να είναι άλλο από την αέναα διευρυνόμενη αναπαραγωγή του. Ακόμα και αν συνεπάγεται την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και ανεπιεικειών, ο καπιταλισμός εξακολουθεί, μας λένε, να αποτελεί την ορθολογικότερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Το μόνο που μπορεί και πρέπει να γίνει είναι να θεσπισθούν οι «στρόφιγγες δικαιοσύνης» και οι «δικλίδες επιβιωτικής ασφάλειας» που «εξανθρωπίζουν» την κοινωνία και αναπαράγουν το δημοκρατικό καταναλωτικό συμβόλαιο. Ολοι καλούνται να αναγνωρίσουν πως υπηρετώντας πειθήνια το σύστημα της «ελεύθερης αγοράς» υπηρετούν ταυτόχρονα και τη δική τους προοπτική ευμάρειας. Το ζήτημα μπορεί πλέον να ανάγεται στην «κοινή υπεριστορική λογική».

Το λεγόμενο «τέλος της ιστορίας» συμπίπτει με την οικουμενική κατίσχυση αυτού του δόγματος. Και όλα έμοιαζαν να εξελίσσονται «ομαλά». Μέχρι τη στιγμή που ενέσκηψε η κρίση. Αίφνης, η αξιωματική συμπόρευση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της γενικής καταναλωτικής ευμάρειας και κατ” επέκτασιν της κοινωνικής συναίνεσης άρχισε να κλονίζεται. Η κρίση του «κοινωνικού κράτους» εκφράζει πρωτίστως την προϊούσα ασυμπτωτότητα ανάμεσα στο αίτημα της αύξησης των αγοραίων κερδών και τη συνεχιζόμενη διεύρυνση της καταναλωτικής δυνατότητας των μαζών. Και έτσι εφεξής, η «περαιωμένη» ιστορία φαινόταν να οδηγεί τον κόσμο σε πρωτόγνωρα συστημικά αδιέξοδα.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η ουσία της νεοφιλελεύθερης αντεπίθεσης. Με τη νέα αυτοπεποίθηση που άντλησαν από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι ηγετικές μερίδες του δυτικού κόσμου θεώρησαν πως δεν είχαν κανένα λόγο να περιορίζουν τα κέρδη τους για να εξασφαλίσουν την διαιώνιση μιας συναίνεσης που και αν ακόμα είναι χρήσιμη, δεν μοιάζει πια αναγκαία. Η στρατηγική απάντηση στην κρίση ήταν λοιπόν αναμενόμενη. Η χρηματοπιστωτική κρίση δεν συνεπέφερε την άμβλυνση αλλά τη σκλήρυνση της ταξικής αλαζονείας του Κεφαλαίου. Η «κατάσταση ανάγκης» στην οποία είχε περιέλθει το σύστημα δεν το εξώθησε στην αναδιατύπωση των προϋποθέσεων της κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης αλλά στην πλήρη ρήξη με τα τριάντα «ένδοξα χρόνια» της σοσιαλδημοκρατικής ευωχίας. Ενας νέος και αδίστακτος «γενναίος» κόσμος έκανε την εμφάνισή του.

Ευλόγως λοιπόν υπό τις συνθήκες αυτές, όλα τα δοκιμασμένα ιδεολογικά όπλα θα ανασυρθούν από την ιστορική ναφθαλίνη. Στο μέτρο που, για το καλό όλων και πριν από όλα, το ορθολογικό και «δοκιμασμένο» σύστημα πρέπει πάση θυσία να αναπαραχθεί, η πανάρχαια σωτηριολογική ρητορική είναι πάντα πρόσφορη. Suprema lex salus patriae. Και στο μέτρο που το κεφάλαιο δεν έχει πια πατρίδα, η ίδια λογική μπορεί πια να εμφανίζεται με τη μορφή ενός suprema lex salus negotii. Στην έκτακτη «κατάσταση ανάγκης» που διανύει ο κόσμος, το πρώτιστο αγαθό που πρέπει να συντηρηθεί με κάθε τρόπο και κάθε θυσία είναι το «σύστημα» των ελεύθερων συναλλαγών. Και έτσι ακριβώς θα εκλογικευθούν όλες οι «αναγκαίες» παρεμβάσεις, θα δικαιωθούν όλες οι ανατροπές και θα καταρρεύσουν όλες οι εσωτερικευμένες ιστορικές προϋποθέσεις του καταναλωτικού συμβολαίου. Στο εξής, οι μάζες των κοινωνών καλούνται να υπομένουν αδιαμαρτύρητα και να περιμένουν στωικά την αποδυνάμωση όλων των ουτοπικών προβολών. Αν «χρειαστεί», οφείλουν να αποδεχθούν την κατάρρευση των μισθών και του βιοτικού τους επιπέδου, την αναζωπύρωση της γενικευμένης ανασφάλειας και την παραίτηση από τη συμμετοχή στο δημοκρατικό γίγνεσθαι. Οφείλουν να επανέλθουν στην κατάσταση των λιμοκτονούντων περιθωριακών και των «μοχθούντων ζώων» από την οποία νόμιζαν αφελέστατα πως έχουν διά παντός απαλλαγεί. Και οφείλουν επίσης να απέχουν από κάθε ενεργή παρέμβαση στην πορεία της επίπονης μοίρας τους. Τα αδύναμα μεμονωμένα άτομα δεν μπορούν πια να διαπραγματευθούν συλλογικά για τους όρους εργασίας τους, δεν προσβλέπουν σε μονιμότητα ή ασφάλεια, δεν δικαιούνται νοσηλεία και περίθαλψη, δεν ορίζουν το τίμημα του μόχθου τους, δεν ελέγχουν τη διάρκεια ανάλωσης της εργασιακής τους ενέργειας, δεν αποζημιώνονται αν απολυθούν και φυσικά δεν έχουν δικαίωμα να απεργούν. Και επιπλέον οφείλουν να συμβάλλουν ευπειθώς, και στην ανάγκη να επι-στρατεύονται βίαια, στην εξυπηρέτηση όλων των αναγκών της συστημικής αναπαραγωγής. Σε έκτακτες συνθήκες, η εξουσία έχει πάντα τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τον εφεδρικό εργασιακό στρατό σε ένστολο «στρατό σωτηρίας». Εκόντες ή άκοντες λοιπόν, εκείνοι που είχαν επαναπαυθεί στην ιστορική τους χειραφέτηση τίθενται σήμερα μπροστά στο πρωτόγνωρο υπαρξιακό δίλημμα ανάμεσα στην πλήρη περιθωριοποίηση και στην άνευ όρων υποταγή στη στρατιωτική πειθαρχία της επιστράτευσης. Το δίλημμα όμως δεν είναι υπαρξιακό αλλά πολιτικό. Παραμένοντας ελεύθεροι άνθρωποι, τα «μοχθούντα ζώα» έχουν πάντα τη δυνατότητα να αντισταθούν και στις δύο αυτές εκδοχές του παρόντος και του μέλλοντός τους. Και τότε…