ΓΝΩΡΙΜΙΑ - ΕΠΑΦΗ

Το ιστολόγιο Πενταλιά πήρε το όνομα
από το όμορφο και ομώνυμο χωριό της Κύπρου.
Για την επικοινωνία μαζί μας
είναι στη διάθεσή σας το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:
pentalia74@gmail.com

samedi 28 juillet 2012

Ελλάδα - Η φόρα και το πήδηµα


Ο Χρήστος Χωµενίδης εξηγεί γιατί η Μεταπολίτευση ήταν η συλλογική εφηβεία µας, µια εποχή που έφθασε µε ένα αεροπλάνο και κινδυνεύει να φύγει µε ένα ελικόπτερο
Η φόρα και το πήδηµα
To πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγµένη, 
από τα θετικά της Μεταπολίτευσης.




Χρήστος Χωμενίδης
Στις 24 Ιουλίου 2012 η Τρίτη Ελληνική ∆ηµοκρατία συµπληρώνει τα 38 χρόνια της. Ο εορτασµός θα είναι αντάξιος – φοβάµαι – µιας κόρης, η οποία, παρά την οµορφιά και τα πλούσια χαρίσµατά της, έµεινε τελικά στο ράφι. Γέρασε πρόωρα, αρρώστησε και ήδη βρίσκεται µεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, µε λιγοστές ελπίδες ανάκαµψης. 
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η επέτειος ετιµάτο µε λαµπρή δεξίωση: Οι κήποι του Μεγάρου φωταγωγούνταν. Η προεδρική µπάντα παιάνιζε τα «Παιδιά του Πειραιά» και το «Strangers in the Night». Στην πιο περίοπτη θέση υπήρχε ένα παβιγιόν µε φερφορζέ έπιπλα. Εκεί καθόταν και χαριεντιζόταν η πολιτική ηγεσία του τόπου. Σώζονται άφθονες φωτογραφίες: ο Κωνσταντίνος Καραµανλής, υπέρκοµψος οικοδεσπότης, να στρέφει στον φακό µονάχα το καλό προφίλ του, για να µη δουν οι Ελληνες το ακουστικό βαρηκοΐας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, το απόλυτο alpha male στα ντουζένια του, κάτισχνος στα στερνά του, επισκιαζόµενος σχεδόν από τη ∆ήµητρα Λιάνη. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης, µε ηγεµονικό ύφος καθαρευουσιάνου δικαστή. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πατέρας-αφέντης µε παιδιά και µε εγγόνια, απαράλλακτος σχεδόν από τα 60 µέχρι τα 85. Ακόµη και ο Αλέξης Τσίπρας, να εµφανίζεται ως νεοσσός ηγέτης µε µια συνοδό αφρικανικής καταγωγής, ώστε να δώσει στη γιορτή αντιρατσιστικό περιεχόµενο. Και η πλειονότητα της κοινής γνώµης να το βρίσκει χαριτωµένο.
Τελείωσαν τα χαριτωµένα! Το κίνηµα των «Αγανακτισµένων» τα έθεσε σχεδόν εκτός νόµου. Σε µια κοινωνία που έχει κλατάρει, η ηγεσία πρέπει να είναι σοβαρή µέχρι βλοσυρότητας. Είτε από τύψεις, αν πρόκειται για τους «παλιούς», είτε από αγωνιστικό παλµό, αν είναι «καινούργιοι».
Παραφράζοντας τον τίτλο της ταινίας «Ο Εγγλέζος που ανέβηκε έναν λόφο, αλλά κατέβηκε ένα βουνό», θα έλεγα ότι η Μεταπολίτευση είναι η εποχή που έφθασε µε ένα αεροπλάνο και κινδυνεύει να φύγει µε ένα ελικόπτερο. Το αεροπλάνο ήταν γαλλικό και είχε παραχωρηθεί από τον Ζισκάρ Ντ’Εστέν στον Κωνσταντίνο Καραµανλή για να επιστρέψει το ταχύτερο και να αναλάβει µια χώρα σε κατάσταση γενικής αποσύνθεσης, µε τους Τούρκους να επελαύνουν προς τη Λευκωσία και τη χούντα του Ιωαννίδη να πνέει τα λοίσθια. Το ελικόπτερο θα είναι απροσδιόριστης ταυτότητας. Θα παραλάβει για να διασώσει από το λιντσάρισµα – σύµφωνα µε τους ασεβέστερους πόθους – τους κυβερνώντες που στα χέρια τους θα σκάσει η βόµβα της άτακτης χρεοκοπίας και της γενικής κατάρρευσης... Μακάρι να ανακάµψουµε στο χείλος του γκρεµού και ο επαναστατικός Αρµαγεδδών να παραµείνει φαντασίωση των θερµοκέφαλων. ∆ίχως αµφιβολία, πάντως, η µελλοντική Ελλάδα θα χτιστεί πάνω στα σηµερινά µπάζα. Και οι επερχόµενες γενιές θα αντιλαµβάνονται, πιθανόν, τη Μεταπολίτευση σαν µια περίοδο σήψης και παρακµής, όπου όλα προδόθηκαν – ή τουλάχιστον στράβωσαν – εις βάρος του λαού.
Είναι, όµως, έτσι; Ταιριάζουν οι στίχοι του Κώστα Ουράνη, «Τώρα γυρίζω και κοιτάζω και τη ζωή µου αναµετρώ: – πόσο µεγάλη ήταν η φόρα – πόσο το πήδηµα µικρό!», στη Μεταπολίτευση;
Η φόρα, αναµφίβολα, ήταν πολύ µεγάλη. Οπως και το στοίχηµα. Βγαίνοντας από ένα επτάχρονο ελληνοχριστιανικό κιτς (ο υπουργός της χούντας Λαδάς είχε λογοκρίνει το «Συµπόσιο» του Πλάτωνα και είχε φορέσει σώβρακα στα αρχαία αγάλµατα, ο δε αντιπρόεδρος Παττακός κατέβαινε από τη λιµουζίνα του και υποχρέωνε αυτοπροσώπως τους διαβάτες να µαζεύουν τα αποτσίγαρα από το πεζοδρόµιο), η Ελλάδα επιθυµούσε διακαώς να απαλλαγεί από το πεπρωµένο της ψωροκώσταινας. Να πάψει επιτέλους να είναι ο φτωχός συγγενής της Ευρώπης, ο γραφικός θερινός προορισµός των ∆υτικών, τον οποίο µάλλον φιλοδωρούσαν παρά πλήρωναν για τις τουριστικές του υπηρεσίες.
Στην Ελλάδα του 1974, ακόµη και οι λέξεις είχαν νόηµα εντελώς διαφορετικό – συχνά αντίστροφο – από το σηµερινό.
Στο «µεταναστευτικό» δεν αποτελούσαµε τόπο προορισµού, αλλά αφετηρίας. Μυριάδες ξενιτεµένοι δούλευαν ακόµη «στις φάµπρικες της Γερµανίας και στου Βελγίου τις στοές», έπλεναν πιάτα στην Αστόρια και στο Σίδνεϊ, έστελναν εµβάσµατα στους δικούς τους και ονειρεύονταν τον επαναπατρισµό τους.
Το «γλωσσικό ζήτηµα» δεν αφορούσε τα «greeklish», τον εν γένει επεκτατισµό των αγγλικών εις βάρος των µικρότερων γλωσσών. Σήµαινε τη σύγκρουση ανάµεσα στην καθαρεύουσα και στη δηµοτική, η οποία είχε ξεκινήσει από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830, και είχε αφήσει µέχρι και νεκρούς στο διάβα της. Με την εκπαιδευτική µεταρρύθµιση του 1976 – ίσως τη µόνη που πέτυχε – το αβγό επιβλήθηκε οριστικά πάνω στο «ωόν» και η γάτα πάνω στη «γαλή». 
Ο οικονοµικός προστατευτισµός, στον οποίο σήµερα προσβλέπουν οι νοσταλγοί της δραχµής, έκανε τότε τη ζωή µας δύσκολη. Οι δασµοί που επιβάλλονταν µετέτρεπαν σε είδος πολυτελείας ακόµη και ένα πακέτο εισαγόµενα τσιγάρα ή ένα ξένο περιοδικό. Η απόκτηση αυτοκινήτου ΙΧ συνιστούσε σχεδόν όνειρο ζωής. Ακόµη δε και η αγορά µιας τηλεόρασης βάραινε ιδιαίτερα στους ώµους της µέσης οικογένειας.
Υπήρχε, από την άλλη, µια ακµάζουσα βιοµηχανία. Πλυντήρια, ψυγεία και ηλεκτρικές κουζίνες κατασκευάζονταν στην Ελλάδα, σε καλή ποιότητα. Οσο δε για τα ρούχα και τα «είδη προικός», φρόντιζαν τα εκατοντάδες πλεκτήρια, που, µαζί µε τα µηχανουργεία, απασχολούσαν µια σηµαντική µερίδα της εργατικής τάξης.
Το προλεταριάτο γενικά, από τους τορναδόρους µέχρι τους οικοδόµους, δεν αστειευόταν διόλου. Οι συγκεντρώσεις τους ανέδιδαν µια γνήσια επαναστατικότητα µε το βλέµµα στραµµένο προς τη Σοβιετική Ενωση. Κανείς δεν θα τολµούσε να τους κολλήσει τη ρετσινιά της βολεµένης συντεχνίας. Ούτε καν να κατηγορήσει τους ηγέτες τους, οι οποίοι είχαν γυρίσει από τις φυλακές και τις εξορίες, ως µανδαρίνους.
Ο Λένιν είχε πει ότι σοσιαλισµός σηµαίνει εξηλεκτρισµός συν σοβιέτ. Ελληνική Μεταπολίτευση σήµαινε εκδηµοκρατισµός – πολιτικός και κοινωνικός – συν κράτος. Η ιστορία είναι γνωστή: το κράτος διογκωνόταν σχεδόν µε γεωµετρική ταχύτητα. Από τη µία εκµαύλιζε την επιχειρηµατικότητα, κάνοντάς τη δορυφορική και διαπλεκόµενη, και από την άλλη διέφθειρε τη µεσαία τάξη και τα λαϊκά στρώµατα, θέτοντάς τα υπό την πελατειακή οµπρέλα του. Πίσω από τη φράση «µαζί τα φάγαµε» υπάρχει ένα παιχνίδι συνενοχής το οποίο επέτρεπε σε ορισµένους να πλουτίζουν παρασιτικά υπό τον όρο ότι και οι υπόλοιποι θα απολάµβαναν κάποιες µικρές εξυπηρετήσεις ή προνόµια. Το παιδί του εργάτη και του αγρότη έγινε γραφειοκράτης, διορίστηκε υπάλληλος. Η προϊούσα µαλθακότης του βαφτίστηκε εξευγενισµός. Η κοινωνία συνολικά έχασε τα αντανακλαστικά της.
Την κατάληξη τη ζούµε στο πετσί µας: µόλις ο δηµόσιος τοµέας στερήθηκε – εξαιτίας της παγκόσµιας κρίσης – το πλεονέκτηµα του φθηνού εξωτερικού δανεισµού, αντί να ανασκουµπωθεί ταχύτατα, βυθίστηκε. Και συµπαρέσυρε και τον ιδιωτικό... Η ειρωνεία είναι ότι ο δρόµος προς τον υδροκεφαλισµό του κράτους άνοιξε από τις πρώτες µεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του «δεξιού» Κωνσταντίνου Καραµανλή. Τότε πέρασαν στον έλεγχο του ∆ηµοσίου η Ολυµπιακή Αεροπορία και η Εµπορική Τράπεζα.
Εξαντλείται, όµως, η Μεταπολίτευση στην παραπάνω διαδικασία εκφυλισµού; Οποιος έχει περάσει τη µισή παιδική και όλη την ενήλική ζωή του υπό την Τρίτη Ελληνική ∆ηµοκρατία θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα συµπλεγµατικός για να τη διαγράψει µονοκοντυλιά, αποδίδοντας στο «καθεστώς» σατανικές ιδιότητες και κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του απολωλότος προβάτου, το οποίο ξύπνησε ξαφνικά.
Οχι. Η Μεταπολίτευση είχε ποικίλες και αντιφατικές µεταξύ τους όψεις, για αρκετές από τις οποίες αξίζει να είµαστε υπερήφανοι.
Στάθηκε κατ’ αρχάς η διαρκέστερη περίοδος ειρήνης και δηµοκρατίας από τον Καποδίστρια και εντεύθεν. Ο κόσµος ξεπέρασε σταδιακά τον µετεµφυλιακό φόβο του, που τον έκανε να διπλώνει τις αριστερές εφηµερίδες στα δύο και να σκύβει υποτακτικά το κεφάλι µε την εµφάνιση του αστυφύλακα ή του χωροφύλακα. Εφτασε, εδώ που τα λέµε, στο αντίθετο άκρο – η εξωφρενικά ανιστόρητη φράση «η χούντα δεν τελείωσε το ’73» προδίδει ότι αρκετοί συµπολίτες µας αγνοούν πλέον θεµελιώδεις έννοιες. Κι εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος της Χρυσής Αυγής...
Εφερε, δεύτερον, τεράστια πρόοδο στα ήθη, καθώς και στη νοµική αποτύπωσή τους. Η προίκα, που προβαλλόταν σαν θεµέλιο του γάµου και υποχρέωση του πατέρα προς την κόρη, καταργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Με την τότε µεταρρύθµιση του οικογενειακού δικαίου, έπαψε ο άντρας να θεωρείται αρχηγός της οικογένειας. Η µοιχεία αποποινικοποιήθηκε. Η κοινωνία αποδέχθηκε σταδιακά το δικαίωµα του καθενός στην ερωτική αυτοδιάθεση. Το να είσαι οµοφυλόφιλος σήµαινε παλαιότερα µια βασανιστική πάλη µε τον εαυτό σου και µια ζωή εν κρυπτώ, αφού, αν αποκαλυπτόσουν, γινόσουν αυτοµάτως η ντροπή του σπιτιού σου και ο δαχτυλοδεικτούµενος της γειτονιάς. Οποιαδήποτε «αποκλίνουσα» συµπεριφορά µπορούσε να σου δηµιουργήσει ως τότε µεγάλα προβλήµατα: από το να ακούς ροκ µουσική µέχρι το να δηµοσιεύεις ποιήµατα χωρίς να έχεις ενηµερώσει τον προϊστάµενό σου.
Τρίτο επίτευγµα της Μεταπολίτευσης υπήρξε η εκλαΐκευση των πάντων. Από την τέχνη, που ως τότε ήταν προνόµιο των καλλιεργηµένων µεγαλοαστών και ενός µποέµ περιθωρίου, µέχρι την έκθεση σε διεθνή ερεθίσµατα: Ελάχιστοι Ελληνες γεννηµένοι στα 40s ή και στα 50s ταξίδευαν στα νιάτα τους εκτός συνόρων, παρά µονάχα ως µετανάστες. Από την ένταξη της χώρας στο πρόγραµµα Erasmus, ο κάθε φοιτητής έχει τη δυνατότητα να ζήσει ένα τουλάχιστον εξάµηνο σε κάποιο ξένο πανεπιστήµιο. Τέτοιες µορφές ώσµωσης προήγαγε η Ευρώπη στις καλές της µέρες, προτού ρίξει όλο σχεδόν το βάρος στη νοµισµατική ενοποίηση.
Yστατη και συγκινητικότερη παρακαταθήκη της Μεταπολίτευσης είναι οι άνθρωποι και τα έργα τους. Οσοι κουνάνε κατ’ επάγγελµα, ή από τικ, το δάχτυλο τείνουν να εξιδανικεύουν το µακρινό παρελθόν και να καταβαραθρώνουν ό,τι συνέβη στις µέρες τους. Εγώ, πάλι, πιστεύω ότι στην Ελλάδα των τελευταίων 40 ετών έγινε πλήθος από υπέροχα πράγµατα, τα οποία όχι µόνο θα αντέξουν στον χρόνο, αλλά θα εκτιµώνται ολοένα περισσότερο. Ακόµη, ωστόσο, και να κάνω λάθος, δεν θα ξεχάσω τη συναυλία του Σαββόπουλου µε την οποία εγκαινιάστηκε το Ολυµπιακό Στάδιο το 1983. Το πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στην πλαζ της Βουλιαγµένης. Τον θρίαµβο της Εθνικής µπάσκετ – Γκάλης, Γιαννάκης, Φασούλας – το 1987. Το δέος µου όταν πρωτοπαρακολούθησα παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή. Τον «Κόκκορα» και τον «Ισοβίτη» του Αρκά και το «Βίος και Πολιτεία» του Νίκου Περάκη. Το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ» των Κραουνάκη - Νικολακοπούλου, τους Φατµέ και την ορµητική είσοδο του Φοίβου ∆εληβοριά. Τους ζώντες και δρώντες οµοτέχνους µου που ανανέωσαν την ελληνική πεζογραφία Την ηρωική πρώτη περίοδο της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Την άνθιση των περιοδικών, από τον «Πολίτη» µέχρι και το «Κλικ». Ακόµη και όσα ρίπτονται εκ των υστέρων στο πυρ το εξώτερον, ως αποδείξεις παρακµής και εκφάνσεις του αµαρτωλού λάιφσταϊλ. Λες και στα πάρτι δεν έπρεπε να χορεύεις µε Βίσση, αλλά µε λίντερ του Σούµπερτ. Λες και το να βλέπεις σίριαλ σε απέκλειε από σοβαρότερες µορφές τέχνης και σε απέκοπτε, κυρίως, από τα πραγµατικά προβλήµατα του λαού...
Το να αποκηρύσσεις την Ιστορία σου αποτελεί αυτοεξευτελισµό. Η φόρα ήταν µεγάλη, µα και το πήδηµα δεν στάθηκε διόλου µικρό. Και ας καταλήξαµε να σπάσουµε και τα δυο µας πόδια. Οταν κατακαθίσει επιτέλους ο κουρνιαχτός, η Μεταπολίτευση θα χαρακτηριστεί ως η συλλογική µας εφηβεία. Μια εφηβεία που µας ενθουσίασε, µας κακόµαθε και λίγο έλειψε να µας τρελάνει και να µας συντρίψει. Τελικά, όµως, µας οδήγησε προς την ενηλικίωση.


Πηγή: www.tovima.gr
Δημοσιεύτηκε στις 16/07/2012

Aucun commentaire:

Enregistrer un commentaire